- υδρομέτρης
- ο зоол, водомер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρομέτρη — και εσφ. τ. υδρομέτρα, η, και παλ. τ. υδρομέτρης, ο, Ν ζωολ. γένος ελόβιων ημίπτερων εντόμων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας υδρομετρίδες, τα οποία βαδίζουν αργά και επιφυλακτικά πάνω στην επιφάνεια τού νερού ή ανάμεσα στην παρόχθια βλάστηση … Dictionary of Greek