υδρομέτρης

υδρομέτρης
ο зоол, водомер

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υδρομέτρης" в других словарях:

  • υδρομέτρη — και εσφ. τ. υδρομέτρα, η, και παλ. τ. υδρομέτρης, ο, Ν ζωολ. γένος ελόβιων ημίπτερων εντόμων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας υδρομετρίδες, τα οποία βαδίζουν αργά και επιφυλακτικά πάνω στην επιφάνεια τού νερού ή ανάμεσα στην παρόχθια βλάστηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»